Λιπαραίας

Λιπαραίας
Λιπαραί̱ᾱς , Λιπάρα
of Lipara
fem acc pl
Λιπαραί̱ᾱς , Λιπάρα
of Lipara
fem gen sg (attic doric aeolic)
Λιπαραίᾱς , Λιπαραῖος
of Lipara
fem acc pl
Λιπαραίᾱς , Λιπαραῖος
of Lipara
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αιόλου, νησιά ή Λίπαρι — (EolieLipari).Νησιωτικό σύμπλεγμα στη νότια Τυρρηνική θάλασσα, βόρεια της Σικελίας. Στην αρχαιότητα είχαν εγκατασταθεί εκεί Ρόδιοι και Κνίδιοι, οι οποίοι τα μετονόμασαν σε Λιπάρας ή Λιπαραίας νήσους. Α.ν. ή πλωτή Αιολία ονομάστηκαν επειδή κατά τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”